- ευνοήτωρ
- εὐνοήτωρ, ὁ (Μ)αυτός που σκέπτεται καλά για κάποιον, που ευνοεί κάποιον, που είναι φίλος ή θαυμαστής κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευνοώ + κατάλ. -τωρ (πρβλ. νικώ / νικήτωρ, φιλώ / φιλήτωρ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.